- Ντίκενς, Τσαρλς
- (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο Μικόουμπερ του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ήταν άνθρωπος αισιόδοξος, αλλά συγχρόνως άπραγος και άτυχος· γνώρισε και τη φυλακή για χρέη και σε μια από τις πιο δυστυχισμένες περιόδους ο Ν., εννέα ετών τότε, υποχρεώθηκε να εργαστεί σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιού, οδυνηρότατη εμπειρία που έμελλε να σφραγίσει ολόκληρη τη ζωή του. Παιδί ακόμα δούλεψε σ’ ένα δικηγορικό γραφείο· μετά έγινε πρακτικογράφος της Βουλής. Το 1833 άρχισε να δημοσιεύει σκίτσα από τη ζωή του Λονδίνου, περισσότερο δοκιμιογραφικού παρά αφηγηματικού χαρακτήρα. Μια πρώτη σειρά από αυτά συγκεντρώθηκε σε τόμο το 1836 με τον τίτλο Σκίτσα του Μποζ, την οποία ακολούθησε μια δεύτερη σειρά το 1837. Η επιτυχία των πρώτων αυτών δημοσιευμάτων είχε ως αποτέλεσμα να τον καλέσουν να γράψει το κείμενο για μια σειρά κωμικών σχεδίων του Ρόμπερτ Σέιμουρ. Γεννήθηκε έτσι η Λέσχη Πίκουικ, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1836-37 και αμέσως ύστερα σε τόμο και καθιέρωσε την επιτυχία του συγγραφέα. Από τότε δημοσίευσε σχεδόν όλα του τα έργα σε συνέχειες. Προϋπόθεση στην οποία βοήθησε ασφαλώς και η φυσική του απέχθεια στην επεξεργασία μιας αυστηρής αφηγηματικής αρχιτεκτονικής και συνάμα η αγάπη του για τις κραυγαλέα δραματικές σκηνές που εύκολα εντυπωσιάζουν, καθώς και για τις άτακτες παρεκβάσεις. Δεν ήταν σπάνιο για τον Ν. να επινοεί την αφήγηση καθώς προχωρούσε στο γράψιμο. Τα σοβαρά αυτά μειονεκτήματα που θα είχαν αμετάκλητα εξουθενώσει και φθείρει έναν συγγραφέα με λιγότερη φαντασία επέτρεψαν στον Ν. να συνειδητοποιήσει τη φύση του ως μυθιστοριογράφου ισχυρά συγκινησιακού, μελοδραματικού και συναισθηματικού. Οι καταπιεσμένες μνησικακίες και απέχθειές του, η ταπεινωμένη αλλά γενναιόδωρη τρυφερότητά του (κι επίσης μια κάποια σαδιστική φλέβα) βρήκαν διέξοδο στους πληθωρικούς οργανισμούς, που έχουν κάπως τερατώδεις διαστάσεις. Υποστηρίχτηκε ότι το έργο του Ν. μιμείται τη χαοτική πολυπλοκότητα της ζωής, συσσωρεύοντας ανόμοιες, κατά ένα μέρος κωμικές και κατά ένα μέρος τραγικές, καταστάσεις. Ο Πίκουικ παραμένει ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ν., από τα πιο συναρπαστικά του αιώνα. Όπως και κάποια πρόσωπα του Τσόσερ ή του Βοκάκιου, με ασαφές περίγραμμα αλλά κινούμενα από ένα ανεξάντλητο απόθεμα χιούμορ, έτσι και ο Πίκουικ ή ο Σαμ Ουέλερ, επιβάλλονται στον αναγνώστη με αδιαφιλονίκητο κύρος. Με μεγάλο πλήθος προσώπων, ανεκδοτικό και αποσπασματικό, το μυθιστόρημα διατηρεί τη πικαρεσκική γεύση των άθλων ενός Σμόλετ π.χ., που παρουσιάζονται όμως αθώες, αξιοπρεπείς. Και η ηθική διάσταση, η παράδοξη αξιοπρέπεια προσδίδουν στους ήρωές του όχι μόνο ένα ανάστημα, αλλά και μια λεπτή υποβλητική χάρη. Το τι μπορούσε να πετύχει ο Ν. στον χώρο της φρίκης και της αγριότητας, το απόδειξε στον Όλιβερ Τουίστ (1838), μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να έχει μια πιο οργανική ιστορία από τον Πίκουικ, αλλά που μένει στη μνήμη μάλλον χάρη στη βιαιότητα κάποιων σκοτεινών και γεμάτων κακία εικόνων. Εγκλήματα, αθλιότητα, κτηνωδία, θάνατος: θέματα στα οποία ξαναγύρισε πολλές φορές ο Ν. στη μακρά αφηγηματική σταδιοδρομία του. Το 1839 εξέδωσε το μυθιστόρημα Η ζωή και οι περιπέτειες του Νικόλα Νίκλεμπυ.
Το πρώτο του ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες (1841) του ενέπνευσε δυο τόμους εντυπώσεων από την αμερικάνικη ζωή Αμερικανικά σημειώματα (1842) και το μυθιστόρημα Μάρτιν Τσασλουάιτ (1844), γραμμένο με επικριτικό πνεύμα. Στις Εικόνες από την Ιταλία (1846) συγκέντρωσε τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι του στην Ιταλία (1844). Στην Αμερική ξαναγύρισε στα τελευταία χρόνια της ζωής του και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Στα κωμικά και τραγικά ή μάλλον ανατριχιαστικά θέματα πρόσθεσε αργότερα κι ένα συναισθηματικό στοιχείο στο οποίο τον έσπρωχναν ίσως προτιμήσεις βαθύτερα ψυχολογικές. Η ιστορία του Λιτλ Νελ στο Μαγαζί του παλαιοπώλη (1841) είναι μια από τις πιο συγκινησιακές κορυφώσεις του 19ου αι., πιο επιθετική, αλλά λιγότερο πειστική από άλλες σελίδες του με πιο συγκρατημένο πάθος, όπως εκείνες του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850).
Στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα βρίσκουμε όλο το υλικό που γοήτευε τη φαντασία του Ν.: η αγχώδης τρυφερότητα των παιδικών αναμνήσεων συμβαδίζει με την κωμική εφευρετικότητα, με την τερατώδη εικόνα, με την υπολογισμένη συναισθηματική επιδεικτικότητα· όλα στην αφήγηση έχουν το στοιχείο της ψυχαγωγίας και καταλήγουν σ’ ένα διασκεδαστικό φοβισμένο γέλιο και σε δάκρυα. Ίσως πουθενά αλλού όπως στο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ δεν ανακαλύπτουμε τη χωρίς διάκριση αγάπη του Ν. για όλη την ανθρώπινη πραγματικότητα.
Στο Σπίτι (1853), εμπνευσμένο από την επιθυμία του να προπαγανδίσει κάποιες δικαστικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, επανεμφανίζονται φοβερές και θλιβερές εικόνες: μια μυρουδιά θανάτου τυλίγει τα πάντα· μια ανησυχία σχεδόν αποκλειστικά κοινωνική ενέπνευσε το Δύσκολα Χρόνια (1854), αφήγημα σχολαστικά διδακτικό, όπου η υπέροχη ντικενσιανή αίσθηση του πραγματικού εξουδετερώνεται από μια αδέξια ηθικολογική δέσμευση.
Μετά την Ιστορία δυο πόλεων (1859), ιστορικό μυθιστόρημα που το ζημιώνει ίσως μια υπερβολικά επίμονη έμφαση, ο Ν. έφτασε σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία της συγγραφικής του σταδιοδρομίας με τις Μεγάλες προσδοκίες (1861), ένα από τα πιο προσεκτικά δουλεμένα έργα του και πλούσιο –όπως και τόσα άλλα– από τα καλύτερα κείμενα του, σε φιλτραρισμένες προσωπικές αναμνήσεις, όπως αυτές που συγκεντρώνονται γύρω από το πρόσωπο (κατά ένα μέρος αυτοβιογραφικό) του Πιπ. Με τον θάνατό του, ο Ν. άφησε μισοτελειωμένο ένα περίεργο αστυνομικό μυθιστόρημα, Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ (1870). Μάλιστα, υπάρχουν και σήμερα ακόμα μερικοί που κάθε τόσο δοκιμάζουν να ανακαλύψουν τον δολοφόνο.
Σε όλη του τη ζωή ο Ν. έτρεφε ένα ζωηρότατο πάθος για το θέατρο. Αφού προσπάθησε μάταια να προσληφθεί ως ηθοποιός, έπαιξε σε στενό κύκλο και συγκρότησε μαζί με μερικούς φίλους έναν ερασιτεχνικό θίασο, που έδωσε μερικές παραστάσεις. Το πάθος του όμως αυτό βρήκε αδιέξοδο κυρίως στις συχνές δημόσιες αναγνώσεις που έκανε, από το 1858, μερικών μυθιστορημάτων και διηγημάτων του. Έγραψε και μερικά θεατρικά έργα. Σχεδόν όλα του τα αφηγηματικά έργα μεταφέρθηκαν πολλές φορές στη σκηνή με μεγάλη επιτυχία.
Ποικίλες υπήρξαν οι γνώμες της κριτικής για τον Ν.: συχνά αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία για την έλλειψη εργοτεχνικής ευπρέπειας και συστολής στα έργα του· άλλοτε πάλι επαινέθηκε με απλοϊκότητα για τις συναισθηματικές και ανθρωπιστικές αρετές των βιβλίων τους. Σήμερα κατέχει μια σταθερή θέση ανάμεσα στους μεγαλύτερους συγγραφείς: θέση που του ανήκει χάρη στο επικό και συγκινητικό στοιχείο του έργου του, στην άτσαλη και ακατανίκητη γοητεία του, στη δίχως όρια δύναμη της φαντασίας του.
«Ο Τσαρλς Ντίκενς στη βιβλιοθήκη του στο Γκαντ’ς Χιλ», πίνακας του Ρόμπερτ Ουίλιαμ Μπας. Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος, εικονίζεται εδώ με τους ήρωές του (Λονδίνο, «Dickens House»).
Ένα σκίτσο των Λώρενς και Τζέλικο, για τη «Λέσχη Πίκουικ» (1837).
Dictionary of Greek. 2013.